παγοδρομία

παγοδρομία
Bλ. λ. πατινάζ.
* * *
η
1. ολίσθηση πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια με ειδικά πέδιλα, ως μέσο μετακίνησης στις χώρες με μεγάλη διάρκεια χειμώνα ή ως άθλημα, αλλ. πατινάζ («παγοδρομία ταχύτητας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παγοδρομία — η άθλημα, χορός ή παιχνίδι πάνω σε πάγο με ειδικά πέδιλα, αλλ. πατινάζ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατινάζ — Άθλημα που διεξάγεται με παγοπέδιλα σε παγωμένες επιφάνειες ή με τροχοπέδιλα σε πίστες από τσιμέντο, από ξύλο ή ακόμα και στο δρόμο. π. στον πάγο ή παγοδρομία. Προήλθε από έναν τρόπο μετακίνησης των λαών του Βορά, που, υποχρεωμένοι να διανύουν… …   Dictionary of Greek

  • παγοδρόμος — ο εκείνος που κάνει παγοδρομία, που ασχολείται με παγοδρομία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοδρομία ή στον παγοδρόμο («παγοδρομικοί αγώνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • παγοδρόμος — ο αθλητής που ασχολείται με την παγοδρομία, πατινέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + δρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πατινάρισμα — το [πατινάρω] 1. η πράξη τού πατινάρω, το πατινάζ, η πεδιλοδρομία ή η παγοδρομία 2. τεχνολ. γενική ονομασία φαινομένων κατά τα οποία δύο επιφάνειες που θα έπρεπε να έχουν ισχυρή πρόσφυση γλιστρούν μεταξύ τους, ολίσθηση, γλίστρημα …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… …   Dictionary of Greek

  • παγοδρομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται, ανήκει, έχει σχέση με την παγοδρομία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατινάρισμα — το (λ. γαλλ.) 1. πεδιλοδρομία, παγοδρομία. 2. η επιτόπου στροφή τροχού του αυτοκινήτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”